- βροτόεντα
- βροτόειςgoryneut nom/voc/acc plβροτόειςgorymasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βροτόεντ' — βροτόεντα , βροτόεις gory neut nom/voc/acc pl βροτόεντα , βροτόεις gory masc acc sg βροτόεντι , βροτόεις gory masc/neut dat sg βροτόεντε , βροτόεις gory masc/neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έναρα — ἔναρα, τα (Α) τα όπλα και κοσμήματα τού σκοτωμένου εχθρού («λιπὼν ἔναρα βροτόεντα», Ησίοδ.) 2. γεν. τα λάφυρα, η λεία τού πολέμου («κλυτῶν ἐνάρων», Σοφ.) … Dictionary of Greek